από τη Χρυσή Τσιτηρίδου

Άλλο ένα Δευτεριάτικο πρωινό ξημέρωσε, μια νέα εβδομάδα άρχισε. Έτοιμος λοιπόν να σηκωθεί, να ετοιμαστεί και να πάει στη δουλειά του, όπως έκανε συνήθως. Θυμήθηκε πως πλέον δεν μπορεί να το κάνει αυτό, διότι πρέπει να «μείνει σπίτι». Πλύθηκε, έκανε καφέ και άναψε τσιγάρο. Ανοίγει την εφημερίδα του. 1ο άρθρο : «Αύξηση των κρουσμάτων στη χώρα μας, συζήτηση για αυστηρότερα μέτρα», 2ο άρθρο: «Βροχή τα πρόστιμα σε χιλιάδες συμπολίτες μας». Κλείνει την εφημερίδα, διάβασε ήδη αρκετά.

       Βγαίνοντας έξω στο μπαλκόνι βλέπει πως έχει λιακάδα, έχει μπει πλέον η Άνοιξη. Αποφασίζει να βγει έξω, για να πάρει τσιγάρα και να κάνει τα απαραίτητα ψώνια. Αφού πρώτα είχε συμπληρώσει το έντυπο, ντύθηκε και βγήκε. Καθώς περπατούσε, αντίκριζε αστυνομία σε κάθε στενό, άδειους δρόμους, κόσμο φοβισμένο, βιαστικό, κοιτώντας στραβά ο ένας τον άλλο. Λίγο παραπέρα φάνηκαν δύο άνθρωποι που έτρεχαν και μια κυρία με τα παιδιά της. Βιαστικός και αυτός επέστρεψε στο σπίτι του.

       Κάθισε, άναψε άλλο ένα τσιγάρο και άρχισε να σκέφτεται. Σκεφτόταν ότι πλέον πράγματα απλά, που τα θεωρούσε δεδομένα κάποτε, τώρα έχουν γίνει πολύτιμα και δεν έχει τη δυνατότητα να τα πραγματοποιήσει. Μιλάω για την καθημερινή βόλτα που θα πήγαινε με την παρέα του στα αγαπημένα τους σημεία της πόλης, τον καφέ που έπινε στο καφενείο, για τη δουλειά και τους συνεργάτες του, για την οικογένειά του. Αναπολούσε διάφορες στιγμές, που κάποτε τις θεωρούσε δεδομένες. Όπως το συναίσθημα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε, όταν το πρωί της Δευτέρας κανείς μας δεν θέλει να αποχωριστεί το κρεβάτι του, για να ξεκινήσει την εβδομάδα του, αλλά και εκείνο το συναίσθημα της Παρασκευής το βράδυ, όταν ξέρεις πως το Σαββατοκύριακο έρχεται… Με λίγα λόγια του έλειψε εκείνη η ρουτίνα, εκείνη η καθημερινότητα που όλοι μας λέμε πως δεν την αντέχουμε άλλο. Στην πραγματικότητα όμως κανείς δεν αντέχει χωρίς αυτή.

       Μένοντας τόσες μέρες στο σπίτι απομονωμένος, ξεκίνησε να αναρωτιέται αν μετά το τέλος όλης αυτής της κατάστασης, ο κόσμος θα είναι πάλι ίδιος. Αν όλοι συνεχίσουν την καθημερινότητά τους με την ίδια μιζέρια και αυτόν τον «μηχανικό» τρόπο που οι περισσότεροι λειτουργούσαν. Κατέληξε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως ήταν αναγκαίο αυτή η κατάσταση να αλλάξει και σκέφτηκε πως ίσως και αυτός με τον τρόπο του θα μπορούσε να κάνει κάτι γι' αυτό, ξεκινώντας από τον εαυτό του και στη συνέχεια παρακινώντας και άλλους ανθρώπους. Θέλησε να περάσει στον κόσμο το μήνυμα πως ο καθένας πρέπει να εκτιμήσει περισσότερο κάποια πράγματα που του δίνονται ή που τα θεωρεί ως δεδομένα. Να τους δώσει ένα κίνητρο, για να καταφέρουν να πειστούν πως πρέπει να αρχίσουν να προσπαθούν για το καλύτερο, για την εξέλιξη. Αποφάσισε, λοιπόν, να συντάξει και να δημοσιοποιήσει μια αγγελία, της οποίας ο τίτλος ήταν: « Ζητείται κίνητρο για ζωή».