από τη Μαρία Καβαρλή (Γ1)

Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, διάσταση απόψεων έχει προκληθεί γύρω από το θέμα γλωσσική κρίση. Ειδικότερα, αίσθηση αποτελούν πρωτοσέλιδα που αφορούν στο αγγελτήριο του θανάτου της ελληνικής γλώσσας με ποικίλες «έρευνες-σοκ» να τα συνοδεύουν και να υποστηρίζουν ότι «ξεχάσαμε τη γλώσσα μας». Ποιες είναι όμως οι αποδείξεις; Το 82%, το ποσοστό που επιβεβαιώνει πως χρησιμοποιεί ξενόφερτες λέξεις; Και σε αυτό το σημείο κολλάει η εξής ερώτηση: αν άραγε πούμε «κομπιούτερ», «βίντεο», «σάντουιτς», «Σκάι», «Αντένα», «Σταρ», οι οποίες είναι λέξεις που υποχρεωτικά βρίσκονται  στην καθημερινότητά μας, θα θεωρούμαστε γλωσσικοί μειοδότες ή ότι σκάβουμε τον λάκκο της γλώσσας μας; Ας εξετάσουμε το θέμα με παραπάνω λεπτομέρειες και στοιχεία.

     Κατ’ αρχάς, όπως διαβεβαιώνει ο γλωσσολόγος Γ. Μπαμπινιώτης, καμία ζωντανή γλώσσα δεν χάνεται όσο υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν και μόνο καταστάσεις στον χώρο της φαντασίας οδηγούν σε τέτοιες «γλωσσικές εξαφανίσεις». Οπότε, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για εισβολή, πρέπει να υπάρχει μέγα πλήθος ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Όμως κάθε τέτοια κρίση ενέχει υποκειμενισμό, αφού δεν γνωρίζουμε επακριβώς το ποσοστό ή τον μέσο όρο των ξένων λέξεων στα νεοελληνικά κείμενα. Βέβαια, σύμφωνα με τη λεξικογραφική στατιστική, την οποία αναφέρει η καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, σε σύνολο 60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής, μόνο το 5% είναι οι δάνειες λέξεις της αγγλικής. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, θα αναρωτιέται αν είναι δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα, να οδηγήσει δηλαδή σε αλλαγή της γενετικής δομής της.

     Επομένως, ο δανεισμός λέξεων αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο όλων των γλωσσών και συνεπώς δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως «ασθένεια» που πρέπει να σπεύσουμε να τη θεραπεύσουμε. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει πάψει να δανείζεται. Η νεοελληνική δεν υφίσταται επίθεση από την αγγλική, αλλά καταφεύγει σ' αυτήν από εξωγλωσσικούς λόγους και όχι λόγω δικής της ανεπάρκειας. Αντίθετα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να δει την παρουσία των δανείων ως κάτι θετικό, αφού τα δάνεια χρησιμεύουν ως δείκτες ένταξης του ομιλητή σε κάποια ομάδα, κοινωνική ή άλλη, αλλά και εμπλουτίζουν τη νεοελληνική δημιουργώντας σημασιολογικές διαφορές. Ακόμη, το ότι η ελληνική δανείζεται κατεξοχήν από την αγγλική δεν συνιστά πρωτοτυπία, αφού όλες οι γλώσσες πραγματοποιούν το ίδιο, γεγονός που δεν είναι τυχαίο, καθώς η αγγλική γλώσσα αποτελεί σήμερα γλώσσα περιωπής. Τέλος, η επικράτηση της αγγλικής σε παγκόσμια κλίμακα είναι απόρροια της αδιαμφισβήτητης σήμερα ηγεμονίας των Η.Π.Α. Οι γλωσσικοί λόγοι δεν προηγούνται αλλά ακολουθούν τους εξωγλωσσικούς. Συνεπώς, αν θέλαμε να δανείζουμε και να μη δανειζόμαστε, θα έπρεπε να βρισκόμασταν ως έθνος στην κορυφή της οικονομικής και πολιτικής κλίμακας. Συμπερασματικά, αποδεικνύεται ότι η παρουσία των άμεσων δανείων στη νεοελληνική ούτε μαζική είναι ούτε είναι πρόξενος δομικών αλλαγών.

      Συνοψίζοντας, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις θεωρίες μας και να αναρωτηθούμε τι πραγματικά σημαίνει γλωσσική κρίση. Ακόμη, θα πρέπει να δούμε τον δανεισμό λέξεων ως μια «πόρτα» η οποία ανοίγει δρόμους για την εξέλιξη και βελτίωση της γλώσσας μας και προφανώς δεν την απειλεί. Έτσι, κλείνοντας, ας απαντήσουμε ξανά στην ερώτηση: αντιμετωπίζει όντως η γλώσσα μας κάποια κρίση;

Πηγές: 10 ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

]http://www.kathimerini.gr/699926/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/prowra-moirologia

https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-elliniki-glwssa-mprosta-ston-21o-aiwna/