από τη Δήμητρα Τριανταφυλλίδη

Ήταν Δεκέμβριος του 2019 και τελείωνε κι αυτή η χρονιά. Κάθισε στον υπολογιστή της για να δει τις ειδήσεις. «Ξεσπάει νέος ιός στην Κίνα». Δεν άνοιξε το άρθρο για να διαβάσει λεπτομέρειες. Δεν ενδιαφέρθηκε.
      Η ζωή κυλούσε κανονικά γι’ αυτήν. Ο Ιανουάριος είχε σχεδόν φύγει και μια μέρα στο γραφείο ένας συνάδελφος τής είπε ότι εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ευρώπη. Της φαίνονταν όμως τόσο μακρινά όλα..

     Και μπήκε ο Φεβρουάριος, και οι εικασίες για τον ιό αυτό που χτυπούσε όλο και περισσότερες χώρες δεν σταματούσαν. Πολλοί έλεγαν ότι θα εξελιχθεί σε πανδημία. Εκείνη πίστευε ότι είναι όλα δημιούργημα ανθρώπων που θα είχαν κάποιο όφελος από τον πανικό του κόσμου, και πως δεν θα έφτανε στην Ελλάδα.

    Ήταν 26 Φεβρουαρίου, εκείνη ήταν έξω με φίλους. Κάποιος από την παρέα τους είπε ότι μόλις αναφέρθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα. Ο κόσμος ανησυχεί, οι γιατροί συνιστούν μεγάλη προσοχή. Ήθελε να τους καθησυχάσει, τους είπε ότι είναι νέοι, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κολλήσουν, ότι μία απλή μάσκα θα τους προφυλάξει.

     Και με τα πολλά μπήκε και ο Μάρτιος. Οι εδικοί ζητάνε να μείνει ο κόσμος μέσα. Άνθρωποι αγοράζουν προμήθειες για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τους αποκαλεί εύπιστους, υπερβολικούς. Και ο καιρός είναι τόσο όμορφος και αποφασίζει μαζί με μερικούς φίλους να κατέβει στην παραλία. Είναι γεμάτη. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι τελικά που αδιαφορούν, όπως εκείνη. Συναναστρέφεται με πολλούς ανθρώπους, διαφόρων ηλικιών.

     Επιστήμονες και γιατροί εξοργίζονται. Τα κρούσματα έχουν φτάσει σε μεγάλο αριθμό και η πλειοψηφία των πολιτών, λένε, δεν μπορεί να δει την κρισιμότητα της κατάστασης. Σκέφτονται να απαγορεύσουν όλες τις μη απαραίτητες κυκλοφορίες.

     Στενή της φίλη διαγνώστηκε θετική στον ιό, οι γιατροί την προειδοποιούν. Υπάρχει πιθανότητα να τον έχει κι εκείνη. Για μία ακόμη φορά αδιαφορεί. Πηγαίνει στην κοντινή καφετέρια της περιοχής της. Η κίνηση είναι μειωμένη, αλλά υπάρχει. Μέσα στο μαγαζί βρίσκονται λίγοι άνθρωποι, οι υπάλληλοι και η καθαρίστρια. Είναι μία ηλικιωμένη γυναίκα. Της χαμογελάει, την κοιτάει στα μάτια και της λέει “Κι εσύ κινδυνεύεις γλυκιά μου, μείνε μέσα. Αν όχι για εσένα, για εμένα. Για τους δικούς σου ανθρώπους, για τους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από εσένα. Για τους γιατρούς που δουλεύουν υπερωρίες. Για όλους εκείνους που προσπαθούν για εσένα και για όλους μας. Βοήθησε να περάσει αυτή η κρίση που βιώνουμε.”
       Και εκείνη την στιγμή κατάλαβε. Συνειδητοποίησε ότι το μόνο που μπορεί πλέον να βοηθήσει την κατάσταση είναι η αλληλεγγύη. Ο κόσμος πρέπει να ενδιαφερθεί. Πρέπει να μείνει μέσα, πρέπει να προσέχει, πρέπει να καταλάβει, πρέπει να σεβαστεί όλο τον κόπο και την
προσπάθεια που καταβάλλουν κάποιοι. Κι ας μην είναι ευχάριστο να μείνει μέσα, πρέπει.
       Επιστρέφει στο σπίτι της και αναλογίζεται όλα αυτά που μπορεί να κάνει μένοντας στο σπίτι της, πράγματα που ήθελε, αλλά δεν είχε τον χρόνο. Τώρα τον έχει. Απορεί με τον εαυτό της. Έπρεπε να μείνει εξ αρχής στο σπίτι της, όπως τους είχαν πει. Ανοίγει μία σελίδα με αγγελίες:


ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγορά..
ΠΩΛΕΙΤΑΙ τζιπ σε άριστη κατάσταση…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ υπολογιστής…

Δίστασε και ύστερα πληκτρολόγησε:
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ενδιαφέρον”.