από την Ειρήνη Βασιλειάδου

Ήχοι από το σαλόνι του τον ξύπνησαν. «Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε. Η τηλεόραση τού τραβάει την προσοχή: «…και αλλά κρούσματα και άλλοι νεκροί».

     Σκέφτεται. Σκέφτεται πως ο κάθε νεκρός μπορεί να είχε και μία κόρη, έναν γιο, γυναίκα, φίλους, οικογένεια. Σκέφτεται τον θρήνο τους, τη στεναχώρια στα μάτια του γιατρού. Πριν προλάβει να το επεξεργαστεί παραπάνω, μια πρωινή εκπομπή αρχίζει. Κλείνει την τηλεόραση. Είχε πει ότι δεν θα την ξανάνοιγε, φαίνεται την ξέχασε ανοιχτή χθες βράδυ.

        Το τηλέφωνό του χτυπάει. Ήταν η μαμά του. Μα πώς και τον πήρε τόσο πρωί; Του είπε ότι η γιαγιά του βγήκε θετική στο τεστ του ιού. Πάγωσε. Δεν πίστευε ποτέ, όπως και πολλοί από εμάς, ότι θα έφτανε και στη δική του οικογένεια. Του είπε ότι την έχουν σπίτι, δεν είχε χώρο το νοσοκομείο πια. Έσπευσε να την επισκεφτεί, αλλά η μαμά του τον σταμάτησε. Είπε ότι μπορεί να τους φέρει σε κίνδυνο η επίσκεψή του και αυτόν αλλά και τη γιαγιά του. Το κατάλαβε. Δεν μπορούσε άλλο να σκέφτεται. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μπορεί να πάθαινε κάτι κακό ένα από τα αγαπημένα του άτομα.

     Ήταν 1η Ιανουαρίου, όταν αυτός είχε κερδίσει το φλουρί στη βασιλόπιτα∙ ναι, ασήμαντο, αλλά είχε πίστη. Πίστευε πως θα ήταν η καλύτερη χρονιά του, πως θα τον περίμεναν δώδεκα υπέροχοι μήνες. Δεν σκεφτόταν περαιτέρω τα άσχημα γεγονότα που συνέβαιναν, δεν θα τα άφηνε να του χαλάσουν τη χρονιά. Ώσπου ήρθε ο Μάρτιος και έπρεπε να τα αντιμετωπίσει. Αναγκάστηκε να αντιληφθεί ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει και δεν χωράνε άλλες αδιαφορίες, αναβολές ή φυγή από την πραγματικότητα. Αυτά πλέον ήταν μόνο μια ανάμνηση.

   Δεν έβγαινε από το σπίτι. Αν και όλοι οι φίλοι του ήταν έξω, αυτός δεν το έκανε. Σεβόταν τους ανθρώπους γύρω του, τους ανθρώπους που κινδύνευαν περισσότερο από αυτόν, σαν τη γιαγιά του. Όμως ελάχιστοι ήταν σαν αυτόν, και το πλήρωναν όλοι.

     Είχε ήδη βραδιάσει. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Φαίνεται το βράδυ ο χρόνος επιταχύνει. Ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι σαν κατακλυσμό. Βγήκε στο μπαλκόνι. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Είδε τον ουρανό, τα μαραμένα λουλούδια στο απέναντι μπαλκόνι, μια ξεφούσκωτη μπάλα στο πεζοδρόμιο, ένα βιβλίο στο τραπεζάκι ξεχασμένο, το κλειστό μαγαζί με τις αγγελίες που συνήθως το χάζευε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε χάσει τη ζωή γύρω του. Ζητείται ζωή ψέλλισε, και ο ήλιος ανέτειλε.